Κρηνίς

Κρηνίς
Κρηνίς
Fr.anon.
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κρηνίς — κρηνί̱ς , κρηνίς Fr.anon. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδας — κρηνίς Fr.anon. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδες — κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηνῖδος — κρηνίς Fr.anon. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδα — Κρηνίς Fr.anon. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδας — Κρηνίς Fr.anon. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδες — Κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδος — Κρηνίς Fr.anon. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδων — Κρηνίς Fr.anon. fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”